Political Cartoon. Published as the main illustration for article titled: The Socialist Network- Are today’s young, Bernie-inspired leftist intellectuals really just New Deal liberals? by Gilad Edelman
Στις 22 Οκτωβρίου 2022, τα μέλη της Platypus Affiliated Society Άντονι Μελαθόπουλος και Χάρης Θεοδώρου παρουσίασαν το παρακάτω επιμελημένο άρθρο ως διάλεξη, το βίντεο της οποίας είναι διαθέσιμο στο διαδίκτυο στη διεύθυνση https://youtu.be/e1hsiSuwg8s. To άρθρο εκδόθηκε στα αγγλικά στο Platypus Review, Τεύχος 154, τον Μάρτη του 2023: https://platypus1917.org/2023/03/01/the-vicissitudes-of-the-green-new-deal/
Το Green New Deal (Πράσινη Νέα Συμφωνία) εμφανίστηκε λίγους μήνες αφότου οι Δημοκρατικοί ανέκτησαν το Κογκρέσο στις ενδιάμεσες εκλογές του 2018. Στην πραγματικότητα, δύο ημέρες μετά τις ενδιάμεσες εκλογές το Sunrise Movement πραγματοποίησε καθιστική διαμαρτυρία στο γραφείο της προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων Nancy Pelosi, σηματοδοτώντας ξεκάθαρα τη στρατηγική τους να πιέσουν τους Δημοκρατικούς να θεσπίσουν πολιτικές για την κλιματική αλλαγή υπό το σύνθημα “αποανθρακοποίηση, θέσεις εργασίας και δικαιοσύνη”. Λίγο αργότερα, το νεοεκλεγέν μέλος της λεγόμενης “Squad”, η αντιπρόσωπος Alexandria Ocasio-Cortez, μαζί με τον γερουσιαστή Ed Markey, παρουσίασαν ένα νομοσχέδιο για το Green New Deal, ζητώντας ένα πρόγραμμα δημόσιων έργων παρόμοιο με το New Deal του Franklin D. Roosevelt τη δεκαετία του 1930, όχι μόνο για την ανοικοδόμηση του κράτους πρόνοιας που είχε ξετυλιχτεί από τη δεκαετία του 1980, αλλά και για να γίνει αυτό με τρόπο που θα μείωνε σημαντικά τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Αν και μη δεσμευτικό, η Pelosi δεν επέτρεψε την ψήφιση του νομοσχεδίου στο Κογκρέσο και το έφερε στο βήμα της Γερουσίας μόνο ο Mitch McConnell, ο οποίος ήθελε να αναγκάσει τους Δημοκρατικούς γερουσιαστές να πάρουν θέση. Στο τέλος της ημέρας, κανένας γερουσιαστής δεν ψήφισε υπέρ, με τους περισσότερους Δημοκρατικούς να αποφεύγουν την πρόκληση ψηφίζοντας “παρών” ή/και συμπράττοντας με τους Ρεπουμπλικάνους για να ψηφίσουν κατά. Παρά την πολιτική ήττα, η Μιλένιαλ[1] Αριστερά εξακολουθούσε να ελπίζει ότι το Green New Deal θα συσπείρωνε τα διάφορα κομμάτια του μηχανισμού του Δημοκρατικού Κόμματος – τα συνδικάτα, τις ΜΚΟ και τις εθνικές εκλογικές ομάδες – γύρω από τον Bernie Sanders ως τον επόμενο προεδρικό υποψήφιο. Απτόητοι, δημιούργησαν αφίσες στο ύφος του Federal Art Project (Ομοσπονδιακό Πρόγραμμα Τέχνης) της δεκαετίας του 1930, οι οποίες απεικόνιζαν όχι φράγματα και γέφυρες, αλλά νέους σιδηροδρόμους υψηλής ταχύτητας με ανεμογεννήτριες να σφυρίζουν στο βάθος. Ήλπιζαν ότι οι προσπάθειές τους θα εξαργυρώνονταν από τον Sanders το 2020, χωρίς να θυμούνται πώς το 2016 οι ίδιες εκλογικές ομάδες που ήλπιζαν να κατακτήσουν με την εικονογραφία του Green New Deal, ήταν αυτές που επέτρεψαν στη Hillary Clinton να κερδίσει το χρίσμα.
Τα “σοσιαλιστικά” οράματα των Μιλένιαλ για το μέλλον/παρελθόν ήρθαν αντιμέτωπα με την πραγματικότητα του παρόντος. Αποδείχτηκε ότι ο Sanders μάλλον δεν διεκδικούσε στα σοβαρά το χρίσμα των Δημοκρατικών: υποκλίθηκε γρήγορα και ορκίστηκε να πιέσει τους Δημοκρατικούς, αντί να τους ηγηθεί. Όπως τους κατσάδιασε η ίδια η Pelosi, η “Squad” είχε υποτιμήσει τη μηχανή του Δημοκρατικού Κόμματος, επισημαίνοντας ότι οι τέσσερις ψήφοι τους ήταν μόνο αυτό, ότι “δεν είχαν καθόλου οπαδούς”[2] – που σημαίνει ότι η βάση του Δημοκρατικού Κόμματος δεν ήταν μαζί τους – όσο δημοφιλείς κι αν ήταν στο Twitter. Και η Pelosi δεν είχε άδικο, καθώς τελικά ήταν η συντηρητική βάση του κόμματος που έγινε επιφυλακτική απέναντι στον εύκολο στόχο που προσέφερε η”Squad” στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Ένα Ρεπουμπλικανικό Κόμμα που φαινόταν όχι μόνο να επιβιώνει αλλά και να ενδυναμώνεται από τη σειρά ειδικών ερευνών από τη ρωσική συνωμοσία μέχρι τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου. Με την εκλογή του Biden, ακόμη και το πρόσχημα ότι η “Squad” ασκούσε πίεση στην κυβέρνηση ξεχάστηκε, καθώς οι Μιλένιαλ παρέδωσαν τη μοίρα τους στο Δημοκρατικό Κόμμα. Όπως επεσήμαναν κατηγορηματικά οι διαδηλωτές σε μια πρόσφατη εκδήλωση στην ίδια την περιφέρεια της Alexandria Ocasio-Cortez, η “Squad” δεν λειτουργεί πλέον ως πιστή αντιπολίτευση, αλλά απλώς εγκρίνει νομοσχέδια για υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες[3]. Και όταν όλα τα στοιχεία του προγράμματος υποδομών του προέδρου Biden ξεδιπλώθηκαν, δεν έμοιαζαν καθόλου με τις αφίσες. Ενώ ένα από τα ηγετικά μέλη του Sunrise Movement διακήρυξε τη νίκη, δηλώνοντας ότι το Green New Deal εγκαινίασε μια “εποχή του μεγάλου κυβερνητικού τομέα που επέστρεψε”[4], ο ισχυρισμός αυτός έμοιαζε κενός σε σχέση με τις ευρύτερες φιλοδοξίες με τις οποίες ξεκίνησαν οι Μιλένιαλ. Αυτό που οι Μιλένιαλ είχαν δημιουργήσει δεν ήταν ουτοπία, αλλά απάτη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Green New Deal – η ιδέα της δημιουργίας μιας νέας πολιτικής μηχανής ενώνοντας την οργανωμένη εργασία με το περιβαλλοντικό κίνημα – δεν είναι μια νέα ιδέα. Όπως επισημαίνει επανειλημμένα ο υποψήφιος του Πράσινου Κόμματος για την προεδρία Howie Hawkins, το Green New Deal ήταν μέρος των εκστρατειών του για την εκλογή του ως αντιπροσώπου στις ΗΠΑ ήδη από το 2000. Μάλιστα, ο ίδιος υποστηρίζει ότι η ιδέα της “δημόσιας επένδυσης μεγάλης κλίμακας σε καθαρή ενέργεια για θέσεις εργασίας και οικονομική δικαιοσύνη καθώς και για την προστασία του περιβάλλοντος”[5] χρονολογείται από την εναντίωσή του στο “Project Independence” (Σχέδιο Ανεξαρτησίας) του προέδρου Richard Nixon για την κατασκευή 1000 πυρηνικών εργοστασίων μέχρι το 2000, στα βάθη της ενεργειακής κρίσης της δεκαετίας του 1970. Ο Hawkins ήταν μέλος μιας ομάδας που κατάφερε να φέρει κοντά ακτιβιστές του περιβάλλοντος και μέλη της οργάνωσης Oil, Chemical, and Atomic Workers για να αντιταχθούν στα σχέδια του Nixon. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με τη γενιά των Μιλένιαλ, η Νέα Αριστερά σχημάτισε νέες πολιτικές οργανώσεις σε όλο τον κόσμο τη δεκαετία του 1980 με τη μορφή Πράσινων Κομμάτων, με το πιο ισχυρό στη Γερμανία. Το Γερμανικό Πράσινο Κόμμα έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο στην παύση λειτουργίας των πυρηνικών εργοστασίων της χώρας όταν σχημάτισε συνασπισμό με τους σοσιαλδημοκράτες στα τέλη της δεκαετίας του 1990, περνώντας τον νόμο για την έξοδο από την πυρηνική ενέργεια, ο οποίος οδήγησε στο κλείσιμο όλων των γερμανικών πυρηνικών εργοστασίων ένα χρόνο πριν από την τρέχουσα ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη.
Όμως, όπως επισημαίνει ο Hawkins, η προσπάθεια για την οικοδόμηση του Πράσινου Κόμματος των ΗΠΑ έγινε με επίγνωση της παγίδας της σύμπραξης με το Δημοκρατικό Κόμμα[6].Ο ίδιος την ταυτίζει με το πρόβλημα που εκτείνεται πίσω στο αρχικό New Deal της δεκαετίας του 1930, όταν οι κομμουνιστές προχώρησαν σε συνασπισμό με το Δημοκρατικό Κόμμα κατά του φασισμού, σε αυτό που είναι γνωστό ως Λαϊκό Μέτωπο. Όπως υποστηρίζει ο ίδιος:
“από το 1848 η παραδοσιακή αρχή της σοσιαλιστικής πολιτικής ήταν η ταξική ανεξαρτησία από τους καπιταλιστές. Οι λεγόμενοι “σοσιαλιστές” σε αυτή τη χώρα το έχουν ξεχάσει αυτό. Δεν ξέρουν ότι συνεχίζουν το Λαϊκό Μέτωπο, επειδή δεν μελετούν την ιστορία. Και όταν είσαι σε ένα Λαϊκό Μέτωπο με τους Δημοκρατικούς, είσαι ο κατώτερος εταίρος: αυτοί καθορίζουν την ατζέντα και εσύ βγαίνεις έξω και χτυπάς πόρτες ή κάνεις τηλεφωνήματα. Δεν είσαι πια Αριστερός- είσαι απλά εργάτης για τους εταιρικούς φιλελεύθερους και νεοφιλελεύθερους”[7].
Ο Hawkins ήταν μέλος μιας ομάδας σοσιαλιστών στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι οποίοι προσέβλεπαν στη δυσαρέσκεια γύρω από την περιβαλλοντική υποβάθμιση ως πιθανή βάση για τη δημιουργία μιας νέας ανεξάρτητης Αριστεράς. Η στρατηγική αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η σφυρηλάτηση ενός νέου πολιτικού συνασπισμού μετά το πέρας της εποχής των σοσιαλιστικών κομμάτων, επικεντρωμένο σε μια πολιτική για την επιβίωση, που θα μπορούσε να ανασυντάξει το εργατικό κίνημα γύρω από τις αναδυόμενες περιβαλλοντικές ανησυχίες και να νικήσει τον πολιτικό μηχανισμό που ο Hawkins αναγνώριζε ως το βασικό εμπόδιο για τον σοσιαλισμό.
Ο Hawkins επηρεάστηκε από μια βασική πολιτική φιγούρα της αμερικανικής Αριστεράς στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, τον Barry Commoner. Ο Hawkins εντάχθηκε στο Κόμμα Πολιτών του Commoner το 1980 για την προεδρική εκστρατεία του Commoner. Ο Commoner, ωστόσο, παρέχει ένα διδακτικό παράδειγμα των ορίων της πολιτικής για επιβίωση.
Ο Commoner ήταν πρωταγωνιστής του πρώιμου περιβαλλοντικού κινήματος της δεκαετίας του ’70. Μια γενιά μεγαλύτερος από τον Hawkins, έγινε σφοδρός επικριτής των νεομαλθουσιανών θέσεων που υποστήριζαν επιστήμονες όπως ο Paul Erlich. Σε αντίθεση με τον ισχυρισμό τους ότι οι περιορισμένοι πόροι και ο αυξανόμενος πληθυσμός ήταν η κύρια πηγή της ρύπανσης και της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, ο Commoner έδωσε έμφαση στα ταξικά και εθνικά συμφέροντα. Υποστήριξε ότι η καπιταλιστική κερδοφορία αποτελούσε τροχοπέδη για τις τεχνολογικές αλλαγές και τις πολιτικές που θα επέτρεπαν στην ανθρωπότητα να μειώσει τη ρύπανση και να αναπτύξει τεχνολογίες που θα μπορούσαν να μετατρέψουν τους περιορισμένους πόρους σε αφθονία. Όπως και ο Hawkins, περίμενε έναν αγώνα για το ποιος θα πληρώσει το κόστος της ρύπανσης, έναν αγώνα κατά μήκος ταξικών γραμμών. Οι εργαζόμενοι, πίστευε ο Commoner, ήταν δυσανάλογα οι φορείς των συνεπειών της ρύπανσης, ενώ οι καπιταλιστές επωφελούνταν από το μειωμένο κόστος που σχετιζόταν με την ανεξέλεγκτη ρύπανση που άφηναν τα εργοστάσιά τους. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή η κατάσταση δημιουργούσε τη βάση για μια περιβαλλοντική πολιτική της εργατικής τάξης: “ούτε ο εργάτης ούτε ο περιβαλλοντιστής μπορούν να πετύχουν τους ξεχωριστούς τους στόχους χωρίς να συμμαχήσουν σε έναν κοινό: να ανακατασκευάσουν το παραγωγικό σύστημα του κράτους έτσι ώστε να συμμορφώνεται με τις επιταγές του περιβάλλοντος που το υποστηρίζει, να ικανοποιεί τις ανάγκες των εργαζομένων που το λειτουργούν και να εξασφαλίζει το μέλλον των ανθρώπων που το έχτισαν”[8].
Αναμφίβολα, η δυσαρέσκεια των εργαζομένων για την περιβαλλοντική υποβάθμιση συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Αυτό που απέτυχε να υλοποιηθεί δεν είναι μόνο μια ευρεία μαχητική εναντίωση, αλλά και οποιαδήποτε αντίσταση στις ανθεκτικές πολιτικές οργανώσεις του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Στην πραγματικότητα, σήμερα, οι άνθρωποι της εργατικής τάξης είναι πιο πιθανό να αντιταχθούν στις περιβαλλοντικές νομοθετικές ρυθμίσεις, καθώς τείνουν να αυξάνουν το κόστος διαβίωσης για τους εργαζόμενους και να μειώνουν την κερδοφορία των επιχειρήσεων για τις οποίες εργάζονται. Στα περιβαλλοντικά ζητήματα, οι εργαζόμενοι σε όλο τον κόσμο μπορεί, στην πραγματικότητα, να ευθυγραμμίζονται περισσότερο με τη θέση των καπιταλιστών παρά με εκείνη των επίδοξων σοσιαλιστών. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Η Νέα Αριστερά της δεκαετίας του 1960 δεν δημιούργησε μόνο απόπειρες εναλλακτικών πολιτικών οργανώσεων, όπως το Κόμμα των Πολιτών του Commoner, αλλά και επικριτές της αποτυχίας της Νέας Αριστεράς να αντιμετωπίσει βαθύτερα προβλήματα που αντιμετώπιζε η προηγούμενη γενιά, η Παλαιά Αριστερά της δεκαετίας του 1930. Ο Andrew Feenberg εξέτασε την προσέγγιση του Commoner για την περιβαλλοντική πολιτική και την Αριστερά στο δοκίμιό του “Beyond the Politics of Survival” (Πέρα από την πολιτική της επιβίωσης) το 1978[9].
Ο Feenberg επισημαίνει ότι η θέση του Commoner αντιμετωπίζει την εργατική τάξη με εντελώς αντικειμενικούς όρους, μια θέση που θεωρήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα ως “αγοραίος” μαρξισμός. Αγοραίος με ποια έννοια; Αγοραίος από την άποψη ότι αντιμετωπίζει τη συνείδηση της εργατικής τάξης για τους στόχους του κινήματός της ως στατική και αμετάβλητη, ή όπως το θέτει ο Cliff Slaughter στο δοκίμιό του για την επαναστατική ηγεσία, “τα πολιτικά γεγονότα και οι τάσεις θεωρούνται ως ‘φυσικές’ και αναπόφευκτες αντανακλάσεις του οικονομικού συμφέροντος”[10]. Σε αντίθεση με τον Commoner, ο Feenberg επισημαίνει ότι η κατάσταση της εργατικής τάξης όσον αφορά το περιβάλλον είναι διφορούμενη: “Μπορεί να αντισταθεί στο άνισο βάρος που φέρει αντιστεκόμενη σε όλες τις δαπάνες για την αποκατάσταση του περιβάλλοντος, όσο κοντόφθαλμη και αν είναι αυτή η πολιτική. Ή, μπορεί να αγωνιστεί για να διασφαλίσει ότι το βάρος θα είναι πιο δίκαια κατανεμημένο, αγωνιζόμενη παράλληλα για τη βελτίωση των συνθηκών κάτω από τις οποίες εργάζεται και ζει.”[11] Ο Feenberg θέλει να πει ότι η εργατική τάξη, στην άμεση κατάστασή της, δεν οδηγεί πέρα από την καπιταλιστική πολιτική- ότι το συγκεκριμένο συμφέρον των εργατών για τον σοσιαλισμό δεν μπορεί να γίνει κατανοητό με αυστηρά αντικειμενικούς όρους. Η σοσιαλιστική πολιτική θα πρέπει να προκύψει από την κατανόηση του ρόλου των εργατών στην ιστορία. Όπως και η παλαιά Αριστερά της δεκαετίας του 1930 πριν από αυτούς, ο Hawkins και ο Commoner μπορούσαν να συσχετιστούν με την εργατική τάξη μόνο ως εκλογική ομάδα, ως ομάδα με θετικά αντικειμενικά συμφέροντα. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον σοσιαλισμό πριν από τη δεκαετία του 1930 και του Λαϊκού Μέτωπο της, που θα θεωρούσε την αντίθεση μεταξύ των κερδών και των βλαβερών συνεπειών της ρύπανσης – τις ανάγκες του κεφαλαίου και τις ανάγκες της εργασίας – ως έκφραση μιας αντίφασης της κοινωνίας στον καπιταλισμό, την οποία το σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα θα έφερνε στην πληρέστερη έκφρασή της στην πολιτική του ζωή.
Σε αντίθεση με τον σοσιαλισμό, ο προοδευτισμός προσπάθησε να διαχειριστεί τις αντιφατικές πτυχές της κοινωνίας επιχειρώντας να βάλει το κεφάλαιο να εξυπηρετήσει τις μεσαίες τάξεις. Η σύγκρουση μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, η οποία έδινε την υπόσχεση να καταστήσει αυτή την αντίφαση πολιτικά αντιμετωπίσιμη, αποκρύφτηκε με μια προσπάθεια να συγχωνευθούν δύο χαρακτηριστικά της κοινωνίας που βρίσκονται σε αντίθεση: η αδιάκοπη κίνηση του κεφαλαίου και ο συντηρητισμός της μεσαίας τάξης απέναντι σε αυτή την κίνηση. Οι δυσαρέσκειες της μεσαίας τάξης γίνονται η βάση για την αναδιοργάνωση της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Όμως η προσπάθεια αποτροπής των επαναλαμβανόμενων κρίσεων, μεταθέτοντας συνεχώς την αντιμετώπιση του προβλήματος στο μέλλον, διατηρεί τελικά τον καπιταλισμό μέσα από τις εμφανείς κοινωνικές και πολιτικές κρίσεις του. Η διάλυση του εργατικού κινήματος για το σοσιαλισμό άφησε την πολιτική ηγεσία στα καπιταλιστικά κόμματα υπό την προοδευτική σημαία, η οποία μετά τη δεκαετία του 1930 καθοδηγήθηκε κυρίως μέσω του Δημοκρατικού Κόμματος. Αυτό που απέμεινε δεν ήταν η πολιτική, αλλά ένας διαρκώς μεταβαλλόμενος αγώνας μεταξύ των καπιταλιστών και των εκλογικών ομάδων της μεσαίας τάξης για την επανασταθεροποίηση της κοινωνίας. Ενώ κάποτε η εργατική τάξη αντιλαμβανόταν τον εαυτό της ως την ενεργό αιτία των κρίσεων στον καπιταλισμό και, με τη σειρά της, ως τη βάση για την πολιτική προώθηση αυτών των κρίσεων, καθώς ο 20ός αιώνας προχωρούσε, εισερχόταν στις κρίσεις παθητικά, παρακολουθώντας τις διάφορες κοινωνικές ομάδες να αγωνίζονται και να τσακώνονται για να φέρουν μια νέα κοινωνική συμμαχία του κεφαλαίου. Με αυτόν τον τρόπο, τα Πράσινα Κόμματα της δεκαετίας του 1980, ενώ προσπάθησαν να ανεξαρτητοποιηθούν από τα κύρια καπιταλιστικά κόμματα, το έκαναν με έναν τρόπο που απλώς φυσικοποιούσε την προοδευτική προσέγγιση στην πολιτική.
Στο σημερινό κύμα των Green New Dealers, οι στόχοι της εργατικής τάξης στο σοσιαλισμό είναι εντελώς ασαφείς. Επιπλέον, σε αντίθεση με τον Commoner και τον Hawkins, φαίνεται να μην έχουν καμία αίσθηση του βαθμού στον οποίο το Δημοκρατικό Κόμμα αποτελεί εμπόδιο σε αυτόν τον σκοπό. Προσβλέπουν στο Δημοκρατικό Κόμμα να βάλει το κεφάλαιο να δουλέψει για να αντιμετωπίσει την αντίδραση της μεσαίας τάξης κατά της περιβαλλοντικής καταστροφής. Η εργατική τάξη, ή πιο συγκεκριμένα τα συνδικάτα που αποτελούν ένα γρανάζι της μηχανής του Δημοκρατικού Κόμματος, θεωρούνται το εργαλείο για να κερδηθούν τέτοιες διαπραγματεύσεις μέσα στο Κόμμα. Αυτό θεωρείται σοσιαλισμός.
Μια ενδεικτική εικόνα αυτής της σύγχυσης παρουσιάστηκε στην τελευταία πράξη του Green New Deal, καθώς τον Αύγουστο ψηφίστηκε ο νόμος για τη Μείωση του Πληθωρισμού (Inflation Reduction Act). Για να σηματοδοτηθεί η σημασία της πλήρους απορρόφησης των επιδιώξεων των Μιλένιαλ από τους Δημοκρατικούς στο Κόμμα, οι Haymarket Books και Verso Books φιλοξένησαν ένα ντιμπέιτ για το οικοσοσιαλιστικό “μέλλον”[12]. Κατά τη διάρκεια του ντιμπέιτ ο DSA[13] Green New Dealer Matthew Huber ήρθε αντιμέτωπος με την υπέρμαχο της αποανάπτυξης Andrea Vetter σχετικά με την υποτιθέμενη πρόοδο του 20ού αιώνα. Η Vetter, η οποία έκλεισε τη συζήτηση δηλώνοντας ότι αντλεί ελπίδα για το μέλλον από τους ανθρώπους που εκτρέφουν τα δικά τους κοτόπουλα, κατηγόρησε τον Huber για την ερμηνεία του των προοδευτικών κινημάτων του 20ου αιώνα, την πίστη του στην εργατική τάξη και τον “μαρξισμό” του. Μήπως αυτή η ιστορία δεν ήταν απλώς μια ιστορία καταστροφής και τα κέρδη απλώς των “ανδρών, της εργατικής τάξης, κυρίως λευκών”, οι οποίοι “κέρδισαν πολλά τα τελευταία 50 χρόνια στον παγκόσμιο βορρά από όλη αυτή την αδικία”; Η Vetter διερωτήθηκε αν ο μαρξισμός δεν ήταν απλώς, στη χειρότερη περίπτωση, η ιδεολογία ενός συγκεκριμένου συμφέροντος εις βάρος της ανθρωπότητας και, στην καλύτερη περίπτωση, επαρκής μόνο για την εποχή του καπιταλισμού, αλλά όχι για τις παλιές καταπιέσεις της πατριαρχίας και της αποικιοκρατίας.
Η υπεράσπιση της εργατικής τάξης και του μαρξισμού από τον Huber απέναντι στις επιθέσεις του Vetter αντανακλά μια περαιτέρω εκφύλιση του προβλήματος που ο Feenberg είχε ήδη εντοπίσει με τον Commoner. Ο Huber επισημαίνει την τεράστια τεχνολογική πρόοδο και τη μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων που έφερε το New Deal της δεκαετίας του 1930 και ότι η εργατική τάξη ήταν η βασική εκλογική ομάδα που συνδέεται με την επίτευξη αυτού του κόσμου. Και συνεχίζει λέγοντας, φυσικά οι μαρξιστές ασχολούνται με την αποικιοκρατία καθώς και με την πατριαρχία, δεδομένου του ρόλου τους στην αποαποικιοποίηση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του 1960.
Αλλά αυτό στο οποίο ουσιαστικά αναφέρεται ο Huber δεν είναι ο ρόλος της εργατικής τάξης στο σοσιαλισμό, αλλά η ρευστοποίηση των οργανώσεων της εργατικής τάξης για το σοσιαλισμό που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1930 και μετατράπηκε σε προοδευτισμό, του οποίου το Δημοκρατικό Κόμμα ήταν το κλειδί, ιδιαίτερα στη μεταπολεμική ανοικοδόμηση. Με την ήττα του σοσιαλισμού, η εργατική τάξη βρέθηκε ολοένα και περισσότερο διαιρεμένη, πρώτα όσον αφορά τους εργαζόμενους που οργανώθηκαν σε συνδικάτα ή όχι, και στη συνέχεια, σε εκλογικές ομάδες με βάση την εθνικότητα, τη θρησκεία, τη φυλή, το φύλο και τη σεξουαλικότητα. Όπως δηλώνει ο Chris Cutrone:
“Σήμερα στις Η.Π.Α, φαίνεται να έχει μεγαλύτερη σημασία αν κάνεις ζει σε μία “μπλε ή κόκκινη πολιτεία”, ή ποια είναι “η φυλή́, το κοινωνικό́ φύλο και η σεξουαλικότητά” του, παρά εάν είναι εργάτης ή καπιταλιστής —ό,τι και αν μπορεί́ αυτό́ να σημαίνει. Οι πολιτιστικές συγγένειες φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη σημασία από́ τα κοινωνικοοικονομικά́ συμφέροντα, καθώς τα τελευταία αρπάζουν φωτιά. Οι άνθρωποι προσκολλώνται στις αλυσίδες τους, σαν τα μονά πράγματα που γνωρίζουν. “[14]
Ο Huber, όπως όλοι οι Green New Dealers, τοποθετεί το μέλλον του πίσω στη δεκαετία του 1930, σε μια εποχή που η εργατική τάξη μπορούσε ακόμα να κατανοήσει τον εαυτό της ως τέτοια, στην πορεία της προς την απογοήτευση και το New Deal. Ο Huber υποθέτει ένα τέτοιο είδος εργατικής τάξης – μια συγκροτημένη κοινωνικοοικονομική ομάδα – ενώ η σημερινή εργατική τάξη δεν ταυτοποιείται πλέον καν ως τέτοια, ακόμη και με μια πρώιμη προοδευτική έννοια. Το γεγονός ότι δεν μπορεί κανείς καν να μιλήσει για μια “κουλτούρα της εργατικής τάξης”, όπως θα μπορούσε να κάνει στη στιγμή του Commoner, σηματοδοτεί μια οπισθοδρόμηση που ο Huber αποσιωπά. Είναι γι’ αυτόν τον λόγο που ο Commoner, αν και επιφυλακτικός απέναντι στους κινδύνους του Δημοκρατικού Κόμματος με τρόπους που η γενιά του Huber φαινόταν ανίκανη να αντιληφθεί, δεν μπορούσε τελικά να σκεφτεί έξω από το πλαίσιο του New Deal για την εργατική τάξη ως αντικείμενο. Αυτές οι στιγμές οπισθοδρόμησης – προϊόν πρώτα της διάλυσης του σοσιαλισμού από τον προοδευτισμό και στη συνέχεια του κατακερματισμού της τάξης συνολικά – θα έπρεπε να αναγνωριστούν.
Ο Feenberg διέγνωσε την περιβαλλοντική πολιτική της δεκαετίας του 1970 ως προϊόν της απώλειας της υποκειμενικής ιδιότητας της πολιτικής της εργατικής τάξης. Όπως επισημαίνει κατατοπιστικά: “Το ανθρώπινο είδος δεν είναι ακόμη το υποκείμενο του αγώνα για την επιβίωση, και έτσι αυτός ο αγώνας μετατρέπεται σε μια έκφανση των αντιφατικών παρορμήσεων των ίδιων ταξικών και εθνικών αγώνων των οποίων καταδεικνύει την παλαιότητα τους.”[15] Τι εννοεί ο Feenberg λέγοντας ότι η ανθρωπότητα δεν έχει γίνει ακόμη το υποκείμενο του αγώνα για την επιβίωση; Και τι εννοεί λέγοντας ότι υποθέτοντας ότι είμαστε υποκείμενα, απλώς επιδεινώνουμε τις επαναλαμβανόμενες κρίσεις του παρελθόντος;
Ο Μαρξ, σε αντίθεση με τη Vetter, δεν έβλεπε τον καπιταλισμό απλώς ως ένα άλλο στάδιο της ιστορίας, ως την τελευταία μορφή καταπίεσης σε μια μακρά σειρά καταπιέσεων, αλλά ως την ευκαιρία για την ανθρωπότητα να γίνει ελεύθερη, για πρώτη φορά. Ο Μαρξ αντιλαμβανόταν τον καπιταλισμό ως την κρίση της αστικής ελευθερίας που κατανοήθηκε από τον Χέγκελ, ως μια διαλεκτική της εργασίας- η κατανόηση ότι τα υποκείμενα αναγνωρίζουν τον εαυτό τους μέσα από την εργασία τους. Υπό αυτή την σκοπιά, η εργασία δεν είναι, όπως υποθέτει ο Huber, απλώς ένα στατικό γεγονός της σύγχρονης ζωής, αλλά μια έκφραση της κρίσης που θέτει το πρόβλημα της ελευθερίας. Ο αντιφατικός χαρακτήρας της εργασίας, ο οποίος μας αντικρίζει ως κεφάλαιο, συσκοτίζει τον τρόπο με τον οποίο εμείς, τα υποκείμενα, συμμετέχουμε στην κοινωνική πραγματικότητα γύρω μας, αλλά και υπόσχεται την υπέρβασή της μέσω του σοσιαλισμού. Αντί της προοδευτικής προσέγγισης που όλοι στην Αριστερά σήμερα αποδέχονται και έχουν φυσικοποιήσει, ο σοσιαλισμός δεν θα επιχειρούσε να διαχειριστεί τον καπιταλισμό με βάση τις δυσαρέσκειες της μεσαίας τάξης, αλλά θα μετέτρεπε το πρόβλημα του καπιταλισμού σε κάτι που η κοινωνία θα μπορούσε να ξεπεράσει υποκειμενικά. Ο μαρξισμός, λοιπόν, δεν είναι, όπως φαντάζεται η Vetter, απολογητικός των συμφερόντων της εργατικής τάξης, αλλά κάτι εντελώς διαφορετικό. Είναι η προσπάθεια να εντοπιστεί η δυνατότητα αλλαγής και μετασχηματισμού μέσα από μια εμμενή κριτική της κοινωνίας στη βάση της ίδιας της αυτογνωσίας της. Εκδηλώνοντας την κρίση της κοινωνίας στον καπιταλισμό, η εργατική τάξη δεν θα είναι πλέον αντικείμενο (μια τάξη καθ’ εαυτήν), αλλά θα γίνει το υποκείμενο του μετασχηματισμού της κοινωνίας (μια τάξη δι ‘εαυτήν).
[1] Στο άρθρο γίνεται διαχωρισμός της Αριστεράς σε «Παλιά» (δεκαετίες ’20 και ’30), «Νέα» (’60 και ’70), μετα-πολιτική (’80 και ’90) και Μιλένιαλ (’00 μέχρι σήμερα) Αριστερά.
[2] Maureen Dowd, “It’s Nancy Pelosi’s Parade,” New York Times, July 6, 2019.
[3] Valentina Jarmillo and Rich Calder, “Protesters heckle AOC with song over her support for aiding Ukraine,” New York Post, January 21, 2023, available online at <https://nypost.com/2023/01/21/protestors-heckle-aoc-with-song-over-ukraine-aid-support/>.
[4] See Matthew Miles Goodrich, “We can thank Green New Dealers for the inflation reduction act,” The Nation, August 17, 2022, available online at <https://www.thenation.com/article/environment/thank-green-new-deal-inflation-reduction-act/>.
[5] See Howie Hawkins and Gloria Mattera, “The Original Green New Dealers,” available online at <https://www.hawkinsmattera.org/the_original_green_new_dealers>.
[6] Gregor Baszak, “‘The Democrats are worthless’: An interview with Howie Hawkins,” Platypus Review 126 (May 2020), available online at <https://platypus1917.org/2020/05/01/the-democrats-are-worthless-an-interview-with-howie-hawkins/>.
[7] Ibid.
[8] Barry Commoner, “Address Before the Annual Convention: United Electrical, Radio and Machine Workers of America” (September 12, 1972), New York, mimeo, 1.
[9] Andrew Feenberg, “Beyond the Politics of Survival,” Theory and Society 7, no. 3 (May 1979): 319–61.
[10] Cliff Slaughter, “What is Revolutionary Leadership?,” Labour Review 5, no. 3 (October–November 1960): 93–96, 105–11, available online at <https://www.marxists.org/history/etol/writers/slaughter/1960/10/leadership.html>.
[11] Feenberg, “Beyond the Politics of Survival.”
[12] Streamed on August 2, 2022, available online at <https://www.youtube.com/live/9MNwY_6X1ZI>.
[13] Democratic Socialists of America.
[14] Chris Cutrone, “Class consciousness (from a Marxist perspective) today,” Platypus Review 51 (November 2012), available online at <https://platypus1917.org/2012/11/01/class-consciousness-from-a-marxist-perspective-today/>.
[15] Feenberg, “Beyond the Politics of Survival.”